ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ – ΕΝΣΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΛΟΓΩ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΓΩΓΗΣ ΛΟΓΩ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ – ΕΦΕΣΗ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΛΟΓΩ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΛΟΓΩ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ – ΔΕΚΤΗ Η ΕΦΕΣΗ.
ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, άρθρα 664-676 ΚΠολΔ
Άρθρα : ΕΚ 178/2002, Υιγ/ΓΠ/οικ 35797 άρθρο 1 (ΦΕΚ 1199 τ. β’ 11.4.12), Υιγ/ΓΠ οικ 60325 εγκύκλιο της Γεν Δνσης Δημόσιας Υγείας
ΑΡ. ΑΡΧΕΙΟΥ ΜΑΣ 3145
Εφόσον οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων ήταν άκυρες και ίσχυαν ως απλές σχέσεις εργασίας, μπορούσαν να διεκδικήσουν τις αποδοχές τους μόνο με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Όχι με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, στην οποίες στηρίζονταν η αγωγή, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως αόριστη.
Ανυπαρξία βάσης αδικαιολόγητου πλουτισμού στην αγωγή.
Έφεση του εναγομένου που θεωρεί ότι εσφαλμένα η εναντίον του αγωγή κρίθηκε ως αόριστη και όχι ως νομικά αβάσιμη.
Αν η σύμβαση που είχε καταρτισθεί είναι ή έγινε για οποιοδήποτε λόγο άκυρη, δημιουργείται ανάμεσα στον εργαζόμενο και στον εργοδότη απλή σχέση εργασίας, κατά την οποία ο μισθωτός διατηρεί τη δυνατότητα να θεμελιώσει τις αξιώσεις του για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών σύμφωνα με τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Με τη κρινόμενη αγωγή διώκεται, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτήν πραγματικά περιστατικά, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 18.939,92 ευρώ στον πρώτο και το ποσό των 18.624,32 ευρώ στη δεύτερη, νομιμοτόκως από την κατά νόμο δήλη ημέρα καταβολής εκάστου κονδυλίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρις εξοφλήσεως, το οποίο αφορά σε δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα (δώρα) εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, που δεν τους καταβλήθηκαν, λόγω της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων εργασιακής σχέσης.
Οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων ήταν άκυρες και ίσχυαν ως απλές σχέσεις εργασίας. Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή, όσον αφορά την επιδίκαση των αιτηθέντων κονδυλίων, κατά την ιστορική και νομική της βάση η οποία στηριζόταν μόνον σε έγκυρη σύμβαση εργασίας (και όχι στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού), πρέπει ν’ απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη και όχι ως αόριστη, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεκτού γενόμενου του σχετικού λόγου της εφέσεως ως κατ’ ουσίαν βάσιμου.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ 28/9/2015