ΠΛΑΣΤΑ ΠΤΥΧΙΑ – ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑ ΧΡΗΣΗΣ ΤΕΛΕΣΘΕΙΣΑ ΔΙΑ ΝΟΘΕΥΣΕΩΣ ΓΝΗΣΙΟΥ ΤΙΤΛΟΥ ΣΠΟΥΔΩΝ – ΠΟΤΕ ΑΥΤΗ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (Ν 1608/1950) ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΚΑΤΑ ΙΔΙΩΤΗ (216 ΠΚ παρ 1 ή 3) – ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ – ΣΥΡΡΟΗ ΜΕ ΑΠΑΤΗ – ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΚΥΡΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΥΡΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
—– . . . —–
Η παρούσα δημοσίευση, περιέχει τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που υπέβαλα ενώπιον του Εφ Κακουργημάτων, όπου πελάτισσά μου πρώην νοσηλεύτρια η οποία ήδη απολύθηκε, παραπέμφθηκε για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και σε βάρος τρίτου προσώπου, τελεσθείσα άπαξ, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο και στο τρίτο άγνωστο πρόσωπο, υπερβαίνει το ποσό των 150.000,00 €.
Η σύνταξη του άρθρου αυτού και η ανάρτησή του στην ιστοσελίδα μου, δεν αποσκοπεί σε τίποτε άλλο παρά στην εναντίωσή μου στη νομική κατασκευή παραπομπής της κατηγορούμενης σε κακούργημα κατά του Δημοσίου, ενώ το αδίκημα το οποίο τέλεσε δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα πλημμέλημα που έχει παραγραφεί και το οποίο στρέφεται όχι κατά του Ελληνικού Δημοσίου που ουδέν ζημιώθηκε, αλλά κατά του «Χ» άγνωστου συνυποψηφίου που ενδεχόμενα θα καλούνταν στη θέση της να καταλάβει τη συγκεκριμένη θέση – αν υπήρχε.
Η σχετική νομολογία είναι πολύ φτωχή όσον αφορά το ζήτημα των πλαστών πτυχίων που χρησιμοποιήθηκαν για διορισμό στο Ελληνικό Δημόσιο τις τελευταίες δεκαετίες. Άλλα συμβούλια Εφετών δέχονται την συρροή απάτης και πλαστογραφίας, ενώ σε άλλα βουλεύματα γίνεται δεκτή η τέλεση μόνο της πλαστογραφίας. Όλα όμως μέχρι σήμερα τα Δικαστήρια (Εφετεία Κακουργημάτων), έχουν κρίνει, εσφαλμένα κατά την γνώμη μου ότι, η όποια πράξη και όπως αυτή αποδίδεται, συνιστά κακούργημα στρεφόμενο κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Μέχρι στιγμής δεν έχω βρει δημοσιευμένη κάποια από τις αποφάσεις αυτές, πλην ενός βουλεύματος του Εφετείου Ευβοίας όπως αναφέρω κατωτέρω.
Η άποψή μου είναι η εξής:
Η δικαστική λειτουργία της εξουσίας δεν πιστεύω ότι «αφουγκράζεται» τη λαϊκή γνώμη και τις απαιτήσεις της κοινωνίας περί λαϊκών Δικαστηρίων αφού κρίνει με βάση το νόμο και με νηφαλιότητα. Η ελληνική κοινωνία αντίθετα, πολύ εύκολα εκστασιάζεται μπροστά στον ένοχο που πολλές φορές έχει παρανομήσει λιγότερο από την ίδια -πλην όμως μόνο αυτός ο τρίτος κατηγορούμενος συνελήφθη, και ζητά την παραδειγματική του τιμωρία. Θυμάστε τις περιπτώσεις κατασχέσεως των οχημάτων οι οδηγοί των οποίων συνελήφθηκαν να οδηγούν υπό μέθη, και την διακύμανση της νομολογίας για μία πολύ σύντομη περίοδο. Βιαστικές και επιπόλαιες κρίσεις δεν συντελούν στη δημιουργία κλίματος ασφάλειας δικαίου, ώστε να μπορεί ο κατηγορούμενος να γνωρίζει πότε τελώντας την ίδια πράξη θα κατηγορηθεί για πλημμέλημα και πότε για κακούργημα.
Οι περιπτώσεις των εξ ολοκλήρου πλαστών πτυχίων ή των αλλοιωμένων σε βασικά τους στοιχεία (βαθμολογία – ειδικότητα), ήταν ένα κοινό μυστικό στην Ελληνική κοινωνία αλλά και πολιτεία. Η Ελληνική πολιτεία αφού ανέχθηκε την κατάσταση αυτή για δεκαετίες, αφού δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα, αφού δέχθηκε ότι αυτός που διορίζεται με μέσον εις βάρος των υπολοίπων δεν είναι το ίδιο παράνομος, αφού εξομοίωσε τα κάθε είδους ιδιωτικά εξαγορασμένα πτυχία – αριστεία ιδιωτικών σχολών (στα οποία οι σπουδαστές δεν εμφανίζονταν καν) με αυτά των κρατικών εκπαιδευτηρίων που είχαν το βαθμό που δικαιούνταν ο νομίμως φοιτήσας σπουδαστής που δεν είχε ανάλογη οικονομική δυνατότητα, αφού δεν προστάτεψε ούτε τον εαυτό του ούτε τον πολίτη, κάποια στιγμή αποφάσισε να συλλάβει τον ταύρο από τα κέρατα. Έτσι δίδοντας τον χαρακτήρα πότε εγκλήματος σκοπού και πότε αποτελέσματος στην πράξη της πλαστογραφίας πτυχίου (καμία σχέση με την περίπτωση πλαστογραφίας πιστοποιητικού του άρθρ. 217 ΠΚ), αποδίδει πάντα κακουργηματικό χαρακτήρα σε αυτή, με τις εξής αιτιολογίες:
-Αν ο δράστης συλληφθεί την επόμενη ημέρα της πλαστογραφίας, τελείς κακούργημα αφού προσδοκάς να εισπράξεις όλους τους μισθούς μιας ευδόκιμου τελεσθείσας θητείας στο δημόσιο; Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον εάν είχε ασκηθεί έστω και μία τέτοια δίωξη. Είναι προφανές ότι υφίσταται πλημμέλημα. Εάν όμως το έγκλημα αυτό κριθεί ως «σκοπού» τότε το ποσό που προβλέπεται και προσδοκά να εισπράξει ο πλαστογράφος ξεπερνά το ποσό της πλημμεληματικής μορφής του Ν 1608/1950 και θα πρέπει να διωχθεί με κακούργημα.
-Στην περίπτωση όμως που ο δράστης συλληφθεί μετά από 12 χρόνια, όπως η ένδικη περίπτωση στην οποία αναφέρομαι, το έγκλημά του κάλλιστα μπορεί να κριθεί ως έγκλημα αποτελέσματος οπότε θα κατηγορηθεί για κακούργημα με βάση το εισπραχθέν ποσό. Παραδοχή φυσικά εντελώς εσφαλμένη αφού ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού ο δράστης και την μία και την άλλη περίπτωση, τίποτε περισσότερο δεν έπραξε. Το μόνο που αλλάζει είναι ο χρόνος διαπίστωσης της πράξης του. Ήτοι γεγονός που δεν μπορεί να ετεροπροσδιορίσει το νομικό χαρακτηρισμό της.
Που ερείδεται λοιπόν η εσφαλμένη παραδοχή: Στο γεγονός ότι η πλαστογραφία και στις δύο περιπτώσεις, δεν αποσκοπούσε στην παράνομη είσπραξη του μισθού, αλλά στην πρόσληψη. Η απολαβή του μισθού, επέρχεται στη συνέχεια διά της ισάξιας παροχής της εργασίας. Και αυτό είναι απλούστατο και δεδομένο.
Ειδικότερα:
Στην ένδικη υπόθεση διαπιστώθηκε η αλλοίωση του βαθμού πτυχίου, από 13,5 σε 18, επί ενός καθόλα τα υπόλοιπα στοιχεία, εγκύρου πτυχίου κρατικής νοσηλευτικής σχολής, εκδοθέντος την ίδια εποχή που ιδιωτικές σχολές εδρασμένες στην περιοχή κατοικίας της κατηγορουμένης (και όχι στην Αθήνα που αναγκάσθηκε η ίδια να σπουδάσει) πουλούσαν τίτλους σπουδών χωρίς να γνωρίζουν καν τους σπουδαστές τους. Η συγκεκριμένη δράστης είχε κριθεί ότι είχε τα νόμιμα προσόντα για να παράσχει νόμιμη εργασία, είχε ταυτόχρονα και άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος της νοσηλευτικής και έτσι διορίσθηκε σε θέση που ενδεχόμενα κατά το κατηγορητήριο, θα καταλάμβανε κάποιος άλλος με μεγαλύτερο βαθμό από τον (πραγματικό) δικό της.
Οι θέσεις της ήταν οι εξής και διαπιστώθηκαν περιληπτικά ως κατωτέρω:
-Παραπέμφθηκα για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και σε βάρος τρίτου προσώπου, τελεσθείσα άπαξ, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο και στο τρίτο άγνωστο πρόσωπο, υπερβαίνει το ποσό των 150.000,00 €, χωρίς να αναλύει και εξειδικεύει ποια ήταν η ζημιά για έκαστο εξ αυτών, ώστε να μπορεί έτσι να προσδιορισθεί εάν εφαρμοστέος κανόνας εν προκειμένω είναι αυτός του άρθρ. 1 του Ν 1608/1950 εφόσον η πράξη στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ή το άρθρο 216 ΠΚ και μάλιστα σε ποια μορφή (ως πλημμέλημα ή ως κακούργημα, παρ 1 ή 3), εάν η ζημιά είναι του τρίτου.
Η μόνη κατηγορία που με βαραίνει είναι αυτή της πλαστογραφίας διά της νοθεύσεως στρεφόμενη κατά τρίτου, σε βαθμό πλημμελήματος.
– Ακόμη και εάν είχε κριθεί μη νόμιμη η σύμβαση εργασίας μου, (κάτι που δεν έχει συμβεί), και πάλι θα δικαιούμουν τους μισθούς αυτούς από τη στιγμή που εργάσθηκα, στα πλαίσια των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού αφού το Ελληνικό Δημόσιο όλα αυτά τα χρόνια καρπώνονταν την εργασία μου.
-Ο μισθός μου, δεν μου καταβάλλονταν ανεξαρτήτως της παροχής της εργασίας μου. Τότε και μόνο τότε θα μπορούσε να συναρτηθεί με την πράξη της πλαστογραφίας ως άμεση και μοναδική συνέπεια αυτής. Η πλαστογραφία μου εάν συνέβαλε σε κάτι (αφού εγώ το αρνούμαι κατηγορηματικά σε κάθε περίπτωση), δεν συνέβαλε στη λήψη του μισθού, αλλά στην λήψη της εργασίας.
-Αντιθέτως η μόνη περίπτωση κατά την οποία σύμφωνα με την νομολογία (Συμβ Εφετών Εύβ 46/2016 προσκομιζόμενη) δεν μπορεί να συμψηφισθεί η αμοιβή από ισάξια αντιπαροχή εργασίας, υφίσταται όταν συντρέχει ταυτόχρονα εξακολουθηματική απάτη (που δεν συντρέχει εν προκειμένω), προσκόμισης πλαστού πτυχίου (όχι γνήσιου με αλλοιωμένη βαθμολογία όπως εν προκειμένω) χωρίς να υπάρχουν τα νόμιμα προσόντα κατάληψης της συγκεκριμένης θέσης, οπότε έχουμε παράνομη πρόσληψη και κατά συνέπεια παράνομη εργασία. Αντίθετα η δική μου εργασία ήταν νόμιμη. Η εκτίμηση περί «παράνομου οφέλους», είναι εσφαλμένη και αναπόδεικτη εφόσον δεν δικαιολογεί σε τι συνίσταται.
Το συμβούλιο Εφετών δεν δέχθηκε την πρόταση παραπομπής μου της κ Αντιεισαγγελέα Εφετών για το αδίκημα της απάτης. Επίσης η παραδοχή του συμβουλίου Εφετών με την οποία παραπέμφθηκα περί άπαξ τελέσεως της πράξης και όχι εξακολουθηματικώς σύμφωνα με την πρόταση της κ Εισαγγελέως, αυτόματα σημαίνει ότι κατηγορούμαι όχι ότι κάθε μήνα εξαπατούσα και πληρωνόμουν, αλλά μία φορά ότι τέλεσα μία πράξη. Άρα αυτή η πράξη είναι που πρέπει να τυποποιηθεί ποινικά, ανεξαρτήτως άλλων αδικημάτων στη συνέχεια για τα οποία και ορθώς δεν κατηγορούμαι.
Χρόνος τέλεσης της χρήσης πλαστού τίτλου σπουδών είναι αυτός κατά τον οποίο τέθηκε στη διάθεση του τρίτου (Μαργαρίτης Ερμηνεία κατ’ άρθρ. Ποιν Κωδ 2η έκδοση σελίδα 549, Φίλιππος Ανδρέου Ποιν Κωδ κατ’ άρθρ. ερμηνεία, σελ 834, με παραπομπές και οι δύο στην ΑΠ 1303/2003). Άρα το όποιο δικό μου αδίκημα τελέσθηκε κατά το χρόνο χρήσης του νοθευμένου τίτλου σπουδών, οπότε και έγινε αυτός προσιτός στην αρμόδια υπηρεσία, άπαξ, και θα τυποποιηθεί στον ίδιο χρόνο ως χρήση πλαστού εγγράφου σε βαθμό πλημμελήματος.
-Ακόμη και η παραδοχή (σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση) ότι για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής πλαστογραφίας αρκεί η ένταξη της πράξης στα πλαίσια ενός παραπλανητικού σχεδίου και ότι με αυτή διαμορφώνονται οι όροι για να υπάρξει στη συνέχεια η παράνομη περιουσιακή ζημιά, προσκρούει στην ανυπαρξία της παράνομης περιουσιακής ζημίας και της παράνομης ωφέλειάς μου, αφού κανείς τρίτος δεν ζημιώθηκε από την παροχή της δικής μου εργασίας και καμία αμοιβή δεν έλαβα χωρίς αντίστοιχη παροχή δικής μου εργασίας. Αντιθέτως ακόμη και σε περίπτωση που η παροχή της εργασίας μου ήταν άκυρη, δικαιούμαι να αναζητήσω την αμοιβή για την πραγματικώς παρασχεθείσα εργασία μου κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, πράγμα το οποίο θα μπορούσα να πράξω και δικαστικά, εάν δεν μου καταβάλλονταν. Πως μπορεί να υπάρχει ζημιά όταν η αποκατάσταση αυτής δεν μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά; Για το λόγο αυτό δεν παραπέμφθηκα και για το αδίκημα της απάτης, αφού το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε στο βούλευμά του ότι αυτό δεν στοιχειοθετείται αφού δεν υπάρχει ζημία όταν αυτή ισοσταθμίζεται με μία ισάξια αντιπαροχή, αναφέροντας μάλιστα και ως σχετική νομολογία την ΑΠ 1464/2008). Κατά συνέπεια εφόσον κρίθηκε ότι δεν υφίσταται ζημία, η παραπομπή μου για πλαστογραφία κατά του Δημοσίου αποτελεί μία πλασματική και μόνο κατασκευή.
2.Εσφαλμένα παραπέμπομαι με τις διατάξεις του Ν 1608/1950 σύμφωνα με τις οποίες για την τυποποίηση της ποινικής συμπεριφοράς δεν είναι αναγκαία η επίτευξη του οφέλους που επιδιώχθηκε ή της ζημίας. Η πράξη όμως αυτή δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου, αλλά κατά του ενδεχόμενου τρίτου προσώπου του οποίου τη θέση κατέλαβα, έχει δε σαφώς πλημμεληματικό χαρακτήρα. Ο Ν 1608/1950 δεν τυγχάνει εφαρμοστέος κανόνας, αφού ουδέποτε το Δημόσιο διακινδύνευσε το ελάχιστο. Για αυτό άλλωστε απαλλάχθηκα για το αδίκημα της απάτης.
Το Συμβούλιο Εφετών κρίνοντας ότι η πράξη μου τελέσθηκε άπαξ, ήτοι κατά την προσκόμιση του πτυχίου, ήτοι πριν την δημοσίευση στο ΦΕΚ της απόφασης διορισμού μου, κακώς εφάρμοσε τις διατάξεις του Ν 4022/2011, αφού και το ίδιο δέχθηκε δεν είχα αποκτήσει την ιδιότητα του υπαλλήλου κατά το χρόνο εκείνο. Με βάση τις διατάξεις του Ν 4022/11, διαβιβάσθηκε μετά την τελευταία πράξη η δικογραφία μου στην κ Εισαγγελέα και εισήχθη η πρότασή της ενώπιον του συμβουλίου Εφετών με τις διατάξεις αυτές ωσάν να επρόκειτο για περίπτωση διαφοράς αξιωματούχου με ιδιαίτερη σημασία για την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Εφόσον βέβαια εισήχθη στη συνέχεια και με βάση το άρθρ. 3 ορθώς περαιώθηκε από την κ Αντιεισαγγελέα και το Συμβούλιο Εφετών ….
Ήτοι εφαρμόσθηκε τελικά νομικό πλαίσιο ανάλογο με αυτό που προβλέπεται για τις υποθέσεις του Ν 1608/50.
- Ζημία τρίτου δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ως προς το ύψος της, αφού κατ’ αρχήν δεν μπορεί να προσδιορισθεί εάν υπήρχε κατ’ αρχήν τρίτος που θα καταλάμβανε τη θέση αυτή. Στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι επηρέαζε την επιλογή ο βαθμός του πτυχίου, για τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας απαιτείται απόδειξη ότι υπήρχε άλλος συνυποψήφιος με μεγαλύτερο βαθμό πτυχίου από εμένα, που να επέλεξε τη συγκεκριμένη θέση και ταυτόχρονα δεν είχε λιγότερα μόρια από αυτά που συγκέντρωνα εγώ (κοινωνικά κριτήρια, εμπειρία, προϋπηρεσία, χρόνο λήψεως πτυχίου). Δεδομένης της επιλογής νοσοκομείου ως επίσης κρίσιμου παράγοντα όπως αναφέρεται στο υπ’ αριθμ πρωτ. ….. έγγραφο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής όπου αναφέρεται ότι για την κατάταξη των υποψηφίων ως επιλεκτέων ή μη έπαιζε ρόλο «…η σειρά προτίμησης αυτών (των υποψηφίων) … όπως αποτυπώνονταν στις αιτήσεις τους».
Άρα για να επιλεγώ, ο βαθμός πτυχίου δεν ήταν κρίσιμος και δεν ελήφθη υπόψη για την επιλογή μου. Κατά συνέπεια η όποια δική μου μεταγενέστερη πράξη, ήταν αλυσιτελής και απρόσφορη να επιφέρει αναδρομικά αποτελέσματα, αφού ανεξαρτήτως βαθμού ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΤΥΧΙΟΥ, είχα ήδη καταλάβει τη θέση. Η μεταγενέστερη προσκόμιση του νοθευμένου πιστοποιητικού έγινε για να είχα μία καλύτερη τύχη στην επιλογή της θέσης στην οποία θα διοριζόμουν.
Ο ισχυρισμός μου αυτός κρινόμενος ως ουσιώδης εξετάσθηκε τόσο από τη διοίκηση του ΓΝ ….. όσο και από την κ Ανακρίτρια. Ήτοι θεωρήθηκε κρίσιμος για την πορεία της υπόθεσής μου. Υποβλήθηκε λοιπόν το ερώτημα εάν έπαιξε ουσιώδη ρόλο ο βαθμός του πτυχίου μου και δόθηκαν 4 απαντήσεις από:
Α. Το Νοσοκομείο στο οποίο αρχικά διορίσθηκα.
Β. το Διοικητή του νοσοκομείου στο οποίο μετατάχθηκα.
Γ. Στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής που προκήρυξε το διαγωνισμό.
Δ. Στο ΑΣΕΠ.
Όλοι απάντησαν ότι δεν το γνωρίζουν.
Δεν προέκυψε ότι η όποια απόπειρά μου δεν ήταν απρόσφορη να επιφέρει βλάβη, αφού ούτως ή άλλως θα διοριζόμουν όπως υποστηρίζω!
Το Δημόσιο αποδεδειγμένα σε καμία ζημία δεν υποβλήθηκε εξ αιτίας μου. Τρίτος ζημιωθείς, επίσης δεν υπάρχει. Όχι μόνο παραμένει άγνωστος, αλλά είναι και αμφίβολο εάν υφίσταται ακόμη και ως άγνωστος. Το Δημόσιο έναν υπάλληλο ήθελε, έναν υπάλληλο πήρε.