ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΣΚΗΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΣΕ ΒΑΘΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ – ΑΣΚΗΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΚΑΤΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΚΡΙΤΗ, ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜ/ΚΩΝ – ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ.
(Άρθρα 1, 12, 14, 16, 17, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 52, 53, 60, 79, 94 παρ. 1, 98 παρ. 1, 336 παρ. 1, 342 παρ. 1β’, 2ε’, και 3 ΠΚ, 285 παρ. 1 και 4, 282 παρ. 3 και 4, 309 παρ. 2, 474 παρ. 1 ΚΠΔ)
Αριθμός φακ αρχείου μας 3725
Κατά του προσφεύγοντος εντολέα μας ασκήθηκε ποινική δίωξη κακουργηματικού χαρακτήρα που απειλεί ποινή φυλάκισης άνω των 10 ετών.
Μετά το πέρας της ανάκρισης, εξεδόθη ένταλμα προσωρινής κράτησης του ανακριτή (με τη σύμφωνη γνώμη εισαγγελέως), με βάση το οποίο παραγγέλθηκε η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου διότι: «… Επειδή με βάσει τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αποδιδόμενων σε αυτόν πράξεων (…), κρίνεται βάσιμο ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα παρόμοια εγκλήματα, πρέπει να επιβληθεί η προσωρινή κράτησή του, καθώς η επιβολή σε αυτόν περιοριστικών, όρων δεν κρίνεται αρκετή για να αποτρέψει τον κίνδυνο τέλεσης εκ μέρους του νέων παρόμοιων αδικημάτων, αλλά ούτε και για να εξασφαλισθεί ότι θα παραστεί αυτός οποτεδήποτε χρειαστεί στην Ανάκριση ή στο Δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης….»
Κατά του ως άνω εντάλματος ασκήσαμε εντός 5 ημερών, την προβλεπόμενη στο άρθρ. 285 παρ 1 ΚΠοινΔ προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου Πλημ/κών, με την οποία ζητούσαμε την άρση της προσωρινής κράτησης άλλως την αντικατάσταση αυτής με περιοριστικούς όρους.
Η προσφυγή κατά του ως άνω εντάλματος, εισήχθη νόμιμα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για να συζητηθεί.
Σύμφωνα με την πρόταση του εισαγγελέα Πλημ/κών : «… στο παρόν δικονομικό στάδιο από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά … δεν πρέπει να αντικατασταθεί η προσωρινή κράτηση του ανωτέρω κατηγορούμενου με οποιονδήποτε περιοριστικό όρο ή με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση και ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη προσφυγή, καθώς κρίνεται αβάσιμη στην ουσία της…»
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ως εξής: «… α) από το γεγονός ότι κατά το παρελθόν (ο κατηγορούμενος) δεν επέδειξε ανάλογη εγκληματική δράση, όπως αυτό καταδεικνύεται από το ποινικό του μητρώο, β) από το ότι ζει μόνιμα με τη σύζυγό του στο…., όπου και βρίσκεται το κέντρο των επαγγελματικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων του, προκύπτει κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου ότι δεν συντρέχουν ως προς τον προσφεύγοντα κατηγορούμενο οι προϋποθέσεις για την επιβολή σε βάρος του προσωρινής κρατήσεως για τα εγκλήματα που κατηγορείται, καθόσον δεν είναι αναγκαία η προσωρινή του κράτηση για να αποτραπεί η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων από αυτόν στο μέλλον […]. Άλλωστε […] ήδη έχει βιώσει για αρκετό χρονικό διάστημα τη στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας, και εξέλαβε αυτή ως ποινή επιφέρουσα ειδικοπροληπτικού χαρακτήρα συνέπειες, ικανές να τον αποτρέψουν από τον κίνδυνο επανάληψης της εγκληματικής του συμπεριφοράς στο μέλλον. Συνακόλουθα, το μέτρο της επιβολής σε βάρος του προσωρινής κράτησης που του επιβλήθηκε με το πληττόμενο ένταλμα, οδηγεί σε υπέρβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον το μέτρο αυτό στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αναγκαίο αλλά ούτε και πρόσφορο προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την επιβολή της προσωρινής κράτησης σκοπού…
Δέχεται τη … προσφυγή του κατηγορουμένου…
Αντικαθιστά την επιβληθείσα προσωρινή κράτηση με …περιοριστικούς όρους…»
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 296 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 Ν 3811/2009, ο σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 282§4 ΚΠΔ προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί:
α) για κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, όταν το μέτρο αυτό δεν επαρκεί ή δεν μπορεί να επιβληθεί λόγω έλλειψης γνωστής κατοικίας και
β) για περιοριστικούς όρους -, μόνον αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή για παραβίαση περιορισμών διαμονής και από τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής του ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Εάν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή αν το έγκλημα τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κάθειρξη μπορεί να επιβληθεί και όταν με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι μετά την απολογία του κατηγορουμένου, τόσο ο Ανακριτής, όσο και ο Εισαγγελέας, οφείλουν να εξετάσουν πρώτα τη δυνατότητα να αφήσουν ελεύθερο τον κατηγορούμενο χωρίς οποιονδήποτε περιοριστικό όρο, στη συνέχεια, να εξετάσουν την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων και, τέλος, εφ’ όσον κριθεί δικαιολογημένα ότι αυτοί δεν αρκούν, την περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης.
Έτσι οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την επιβολή και συνέχιση της προσωρινής κράτησης είναι να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, και εφ’ όσον:
α. Ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα. ή
β. Έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή
γ. Υπήρξε φυγόποινος κατά το παρελθόν ή
δ. Υπήρξε φυγόδικος ή
ε. Κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή
στ. Κρίθηκε ένοχος για παραβίαση περιορισμών διαμονής ή
ζ. Κρίνεται αιτιολογημένα, ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Θέλοντας όμως ο νομοθέτης να αποφευχθεί πιθανή παρερμηνεία της παραπάνω διάταξης, που ενέχει κάποια αοριστία και για να μην καταλήξουμε στο ίδιο όπως και πριν αποτέλεσμα, έθεσε τις εξής δύο ασφαλιστικές δικλείδες: α
α). Η βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης, και
β). Η πιθανότητα, να διαπράξει και νέα εγκλήματα πρέπει να προκύπτει από ειδικώς μνημονευόμενα πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται.
Επισημαίνεται, ότι ο ποινικός νομοθέτης περιόρισε τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, κατά τη διάρκεια της προδικασίας στα όρια του εξαιρετικού μέτρου και την κατέταξε στην ιεραρχική κλίμακα των επιλογών του αρμόδιου δικαστικού οργάνου ως έσχατο όπλο αντίδρασης της δικαιοσύνης, η οποία πολλές φορές, επειδή δεν μπορεί να είναι απόλυτα στεγανή στις όποιες συναισθηματικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης, οι οποίες παροξύνονται πολλές φορές από τον κραυγαλέο τρόπο αντιμετώπισης των δραστών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, θέλει να εξευμενίσει αυτήν για τους κραδασμούς που προκάλεσε στην ψυχική της ειρήνευση, η προερχόμενη από την πράξη του δράστη προσβολή των εννόμων αγαθών, που αποτελούν και κοινωνικά δόγματα.
Η προσωρινή κράτηση, ως παραβιάζουσα ευθέως το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι το επικουρικό όπλο έναντι των άλλων περιοριστικών όρων. Το τεκμήριο αυτό περιλαμβάνεται και στο άρθρο 6 παρ. 2 της διεθνούς σύμβασης της Ρώμης του 1950, η οποία, με το ν. δ. 53/1974 αποτελεί εσωτερικό δίκαιο της χώρας μας.
Έτσι, εάν θεωρηθεί η προσωρινή κράτηση ως μέτρο αποτροπής του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, ότι αποτελεί και προεκτιόμενη ποινή ή προσωρινό μέτρο ασφαλείας, που επιβάλλεται κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, τότε θα εκμηδενιζόταν ο εγγυητικός χαρακτήρας του ποινικού δικαίου και θα μετατρεπόταν το ποινικό δικονομικό δίκαιο σε εφαλτήριο καταπολέμησης του Εγκλήματος έναντι οποιουδήποτε τιμήματος.
Όσο τα αρμόδια όργανα θα εξακολουθούν να αγνοούν ή να υποτιμούν την ουσιαστική σημασία όλων των παραπάνω, τόσο οι δικαστικές φυλακές θα συνεχίζουν να φιλοξενούν σχεδόν στην πλειοψηφία τους υπόδικους και όχι κατάδικους.
Ο ανακριτής οφείλει πρώτα να εξετάσει τη δυνατότητα να αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο χωρίς κανένα περιοριστικό όρο, στη συνέχεια δε, να εξετάσει την αναγκαιότητα επιβολής περιοριστικών όρων και τέλος την περίπτωση προσωρινής κράτησης.
Μέχρι ν` αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου – με την παραπομπή δεν καταδικάζεται κανείς κατηγορούμενος – αυτός είναι αθώος, άρθρο 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισηγητική έκθεση του νόμου 2207/1994 ιδιαίτερα τονίζει αφενός μεν τον εξαιρετικό χαρακτήρα της προσωρινής κράτησης, αφετέρου δε τον εναρμονισμό του εξαιρετικού αυτού μέτρου με το τεκμήριο της αθωότητας των κατηγορουμένων. Αξίζει να μεταφερθούν εδώ αυτά, που η εισηγητική έκθεση του νόμου 2207/1994 αναφέρει: «Όπως είναι γνωστό η προσωρινή κράτηση είναι ένα δυσμενές και βαρύ μέσο δικονομικού καταναγκασμού, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με βάση συγκεκριμένες εγγυήσεις. Η ανάγκη διασφάλισης αυτού του εξαιρετικού χαρακτήρα και των εγγυήσεων απορρέει από το ίδιο το Ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 6 παρ. 1), από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ρώμης (άρθρο 5 παρ. 2) και εναρμονίζεται με το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων (κατοχυρωμένο τόσο στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ, άρθρο 11, όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης, άρθρο 6 παρ. 2)». Η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται όχι γιατί ο κατηγορούμενος είναι πιθανόν ένοχος, αλλά για να διαπιστωθεί από τις εγγυήσεις της διαδικασίας του ακροατηρίου αν πράγματι είναι ένοχος.
Στην ελληνική ποινική επιστήμη, από τη γενικότερη αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου και από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, απορρέουν ειδικότερα στο στάδιο της ανάκρισης οι ακόλουθες βασικές αρχές:
α) Η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία η αντίστοιχη ανακριτική δραστηριότητα οφείλει να λαμβάνει χώρα μόνον όταν -και καθόσον μέτρο- είναι αναγκαία για τη διερεύνηση των εγκλημάτων και την ανακάλυψη των δραστών τους.
β) Η αρχή της απαγόρευσης του υπέρμετρου, η οποία επιβάλλει στον ανακρίνοντα την προσεκτική στάθμιση των ειδικών συνθηκών κάθε περίπτωσης κατά την εφαρμογή των διάφορων εξαναγκαστικών μέτρων, ώστε ο κατηγορούμενος που τα υφίσταται να μην προσβάλλεται σε ουσιώδη έννομα αγαθά του με τρόπο αφόρητο σε βαθμό αδικαιολόγητο.
γ) Η αρχή της αναγκαίας αναλογίας, σύμφωνα με την οποία το λαμβανόμενο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού πρέπει να τελεί σε ευθέως ανάλογη σχέση με τη βαρύτητα του φερομένου ως τελεσθέντος εγκλήματος, χωρίς, βέβαια, η βαρύτητα αυτή από μόνη της να αρκεί για την επιβολή του μέτρου.
δ) Η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων. Το ουσιαστικό νόημα τούτης έγκειται στο ότι όσο σοβαρότερο είναι το μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος του κατηγορουμένου, τόσο περισσότερες ενδείξεις θα πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων διαμορφώνεται η αντίληψη ότι η επιβολή των περιοριστικών όρων, αντί της -προσωρινής κράτησης, είναι επιβεβλημένη σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η προσφορότητά τους για την υλοποίηση των κοινών με την προσωρινή κράτηση σκοπών. Έτσι, προσωρινή κράτηση μπορεί να διατάσσεται, εφόσον βεβαίως, συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις επιβολής της, μόνον εφόσον οι περιοριστικοί όροι κρίνονται ρητά ως ανεπαρκείς για την προώθηση των σκοπών της ποινικής προδικασίας.
Ημερομηνία επεξεργασίας 27-11-2017.
Υπόθεση του γραφείου μας.