ΨΕΥΔΩΝΥΜΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΑΝΥΠΟΠΤΟΥ ΦΕΡΟΜΕΜΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΝΤΑ – ΕΠΩΝΥΜΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΥΠΕΧΕΙ ΘΕΣΗ ΜΗΝΥΤΗΡΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΤΑΙ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΩΚΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΥΠΟΓΡΑΦΗ – ΜΗΝΥΣΗ ΓΙΑ ΨΕΥΔΗ ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΝΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΜΕΝΟ – ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ, ΑΦΟΥ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΟΝΤΑ, ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΟΤΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ «ΕΠΩΝΥΜΗ» ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΕΙΠΗ ΚΑΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΑ – ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΑΡΘΡΟ 6 ΠΑΡ. 2 ΕΣΔΑ
(ΑΡΘΡΑ 1, 14, 16, 17, 18 εδ΄ β, 26 παρ. 1 εδ΄ α, 27, 51, 53, 57, 61, 63, 79, 229 παρ. 1 ΠΚ)
Ιδιοκτήτης ατομικής επιχείρησης παραγωγής πάγου, κατέθεσε μήνυση ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημ/κων Άρτας κατά εντολέα μας – ανταγωνιστή του με την κατηγορία της ψευδής καταμήνυσής του. Αφορμή της διένεξης αποτέλεσε έγγραφη καταγγελία που έφερε το ονοματεπώνυμο του εντολέα μας, η οποία όμως δεν κατατέθηκε ποτέ σε καμία από τις 3 υπηρεσίες στις οποίες απευθύνονταν, αλλά, στάλθηκε σε αυτές ταχυδρομικά για να αποφευχθεί η φυσική παρουσία του πραγματικού καταγγέλλοντα.
Ο εντολέας μας αποποιήθηκε από την πρώτη στιγμή την οποιαδήποτε συμμετοχή του στην αποστολή της συγκεκριμένης καταγγελίας.
Κατά την ακροαματική διαδικασία διαπιστώθηκε ότι η καταγγελία ήταν ανυπόγραφη ενώ εξέλιπαν από το κείμενό της καίρια προσωπικά στοιχεία του φερόμενου ως καταγγέλλοντος (δνση, ΑΦΜ, στοιχεία ταυτότητας, πατρώνυμο) – προφανώς άγνωστα στο πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο.
Η καταγγελία είχε συνταχθεί μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, προκειμένου να μην δύναται να διαπιστωθεί μέσω του γραφικού χαρακτήρα εάν είχε συνταχθεί ή όχι από τον εντολέα μας. Η συμπλήρωση των προσωπικών στοιχείων κατά τη σύνταξη της καταγγελίας ήταν ελλιπής γεγονός που βεβαίωνε την σύνταξη της από τρίτο πρόσωπο που είχε σκοπό να ενοχοποιήσει τον εντολέα μας και να δημιουργήσει διχόνοια ανάμεσα στον ίδιο και τον καταγγελλόμενο, ενώ δεν μετέβει ο ίδιος ο καταγγέλλων στην κοινοποίηση της καταγγελίας στους αρμόδιους φορείς, αντιθέτως την απέστειλε ταχυδρομικώς. Η καταγγελία ήταν λεπτομερείς για θέματα τα οποία ο εντολέας μας δεν μπορούσε να γνωρίζει, μη έχοντας επισκεφθεί ούτε μία φορά τις εγκαταστάσεις του αντιδίκου.
Όλα τα ανωτέρω στοιχεία αποδείχθηκαν στην ακροαματική διαδικασία και σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορούμενου που επέμενε ότι δεν συνέταξε την καταγγελία και ότι δεν είχε όφελος από την καταδίωξη του αντιδίκου, καθώς αν και διαθέτει ίδια επιχείρηση δραστηριοποιείται σε άλλες περιοχές με διαφορετικό πελατολόγιο, οδήγησαν σε απαλλαγή του κατηγορουμένου.
Η απόδειξη της ενοχής είναι υποχρέωση των διωκτικών αρχών και όχι του κατηγορουμένου, ο οποίος απολαμβάνει το τεκμήριο της αθωότητας, μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του. ενώ η αθωότητα του κατηγορουμένου Η Πολιτεία μέσω των οργάνων της οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Συνεπώς το Τριμελές Πλημ/κειο Πρέβεζας απεφάνθη την αθώωση του εντολέα μας με την σύμφωνη γνώμη του κ. Εισαγγελέως.
Τι σημαίνει το τεκμήριο αθωότητας υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ:
Στο παρελθόν και ειδικά στο μεσαίωνα στις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να αποδειχθεί η αθωότητα ή η ενοχή του κατηγορούμενου είχε επικρατήσει αρχικά η στιγματική καταδίκη της «υποψίας» του κατηγορουμένου και στη συνέχεια η θεωρεία της «υφ’ όρων απαλλαγής». Δηλαδή ο κατηγορούμενος κρίνονταν είτε ύποπτος και στιγματίζονταν, είτε προσωρινά αθώος.
Η εξέλιξη της νομικής επιστήμης οδήγησε στο άρθρ. 6 παρ 2 ΕΣΔΑ το οποίο αναφέρει: «Ο καθένας είναι αθώος μέχρι να αναγνωρισθεί η ενοχή του». Ο κατηγορούμενος κατά συνέπεια πλέον, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αθώος, παρά το γεγονός ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του δίωξη ή έχει κριθεί προσωρινά κρατούμενος. Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να θεωρηθεί ένοχος μόνο εφόσον ετούτο αποδειχθεί από την αποδεικτική διαδικασία.
Η κατηγορούσα αρχή έχει τη νομική υποχρέωση να αποδείξει όλα τα στοιχεία του εγκλήματος αλλά και το αποδεικτικό βάρος να προσκομίσει αρκετά μέσα για την στοιχειοθέτησή του, πριν ακόμη να χρειασθεί να απαντήσει η υπεράσπιση.
Ο ΑΠ σύμφωνα με την πάγια και ορθή νομολογία του, δέχεται ότι δεν απαιτείται για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο περιστατικά από τα οποία να πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο της απόδειξης την ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή σε αντιδιαστολή με την αθωότητα του κατηγορούμενου. Άρα η πρώτη πρέπει να αποδειχθεί και όχι η δεύτερη.
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ
Ο ΑΠ με έγγραφά του, έχει συστήσει την μη αξιολόγηση καταγγελιών οι οποίες είναι ανώνυμες ή φέρονται συνταχθείσες από ανύπαρκτα πρόσωπα. Η αρχή αυτή προσκρούσει συχνά στην ανάγκη προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Ακόμη και μία ανώνυμη καταγγελία θα μπορεί να είναι αληθής και να γίνεται από τον πολίτη που δεν θέλει να εμπλακεί προσωπικά, τη στιγμή που οι υπηρεσίες κωφεύουν. Δυστυχώς όμως, ο κανόνας είναι οι καταγγελίες αυτές να είναι κακόβουλες και ψευδείς.
Με εγκύκλιο του κ Νικ. Παντελή αντιεισαγγελέα Αρείου Πάγου, τονίζεται ότι πρέπει κατά το χειρισμό υποθέσεων που αφορούν ανώνυμες καταγγελίες «να γίνεται ενδελεχής αξιολόγηση του περιεχομένου αυτών, έτσι ώστε για τις υποβαλλόμενες ανωνύμως ή ψευδωνύμως, εφόσον κρίνεται ότι με βάση τα εκτιθέμενα σε αυτές δεν δικαιολογείται η διερεύνησή τους με παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης, να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 42 παράγραφοι 2, 3 και 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 27 παράγραφος 3 του Ν. 4055/2012.
Ο κακόβουλος λοιπόν πολίτης στην εν λόγω υπόθεση, προκειμένου να αποφύγει την μη εξέταση μίας ανώνυμης καταγγελίας του, κατέφυγε στο ιδιαίτερο τέχνασμα προκειμένου να την καταστήσει «επώνυμη» και αληθοφανή, να προσθέσει το όνομα ενός ανταγωνιστή του καταγγελόμενου.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ 7/2/2019
ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ 3853