ΑΠΑΤΗ – ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΤΥΧΙΟΥ, ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ – ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠ – ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ Ν 1608/50 ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΧΡΑΣΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

 

Δύο χρόνια περίπου πριν, είχα αναφερθεί εκτενώς στην ιστοσελίδα μου, σχετικά το θέμα της πλαστογραφίας επαγγελματικών τίτλων σπουδών – πτυχίων και για το εάν η χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων συνιστούσε ή όχι απάτη και πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος με την εφαρμογή μάλιστα των επιβαρυντικών διατάξεων του Ν 1608/1950.

Για ανάλογες υποθέσεις στο μεσοδιάστημα, επιβλήθηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια πολλές καταδικαστικές αποφάσεις, ορισμένες εκ των οποίων έφταναν και έως 20 χρόνια.

Ισχυριζόμουν τότε, στο άρθρο που μπορείτε να βρείτε αναρτημένο στην παρούσα ιστοσελίδα μου, ότι ήταν εσφαλμένο να υποστηρίζει κάποιος ότι η αλλοίωση της βαθμολογίας επί υπάρχοντος τίτλου σπουδών με σκοπό την καλύτερη κατάταξη, του οποίου η πλαστότητα ανακαλύφθηκε μετά από 13 ή 16 χρόνια, συνιστούσε κακούργημα. Ότι το όποιο αδίκημα αποτελεί πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου, σε βαθμό όμως πλημμελήματος και όχι κακουργήματος. Ότι φυσικά και εξακολουθεί να συνιστά λόγο απόλυσης όχι όμως και επιβολής καθείρξεως. Ότι ενδεχόμενα θα μπορούσε να συρρέει με απάτη, επίσης σε βαθμό πλημμελήματος, τελεσθείσα άπαξ και όχι κατ’ εξακολούθηση.  Ότι δεν υπήρχε καμία ζημιά του δημοσίου, αφού έναν υπάλληλο ήθελε να προσλάβει και να πληρώσει και έναν προσέλαβε  και πλήρωσε, δεν ζημιώθηκε. Ότι η ζημιά συνέτρεχε στο πρόσωπο του παρεληφθέντος να προσληφθεί όχι του δημοσίου. Ότι είναι άλλο η παράνομη εργασία και άλλο η άκυρη εργασία, δηλαδή άλλο το να έχω τα προσόντα του πτυχίου και να πλαστογραφήσω μόνο το βαθμό και άλλο να ισχυρίζομαι ότι είμαι πτυχιούχος ενώ δεν είμαι. Ότι δεν τίθεται θέμα επιστροφής των δεδουλευμένων αφού παρεσχέθη ανάλογη εργασία.

Η Ελληνική δικαιοσύνη, μην τολμώντας να κλείσει τα αυτιά της στις κραυγές, αφουγκραζόμενη την λαϊκή απαίτηση της χειμαζόμενης και αιφνιδίως αφυπνισθείσας Ελληνικής κοινωνίας για αίμα, πάταξη του εγκλήματος και τιμωρία, με τις αποφάσεις της, απέρριπτε τους σχετικούς ισχυρισμούς περί πλημμελήματος και παραγραφής του όποιου αδικήματος.

Όπως στο παρελθόν αναλόγως και επίσης αιφνιδίως, αποφάσισε ότι πρέπει να κατάσχονται τα οχήματα, εάν συλλαμβάνονταν ο δράστης υπό την επήρεια μέθης. Και στις δύο περιπτώσεις, η αποδοχή της ορθότητας αυτής της προφανώς εσφαλμένης στάσης από τα δικαστήρια, κατέστη καθολική, για να αλλάξει βεβαίως στη συνέχεια και αφού είχαν προηγηθεί καταδίκες…

Εν προκειμένω, λοιπόν, κατέληγαν τα δικαστήρια, στο άτοπο συμπέρασμα, ότι η καθαρίστρια που πλαστογράφησε το βαθμό του πτυχίου της, έχει καταχραστεί χρήματα του Ελληνικού δημοσίου, παρότι τα χρήματα αυτά αφορούσαν την εργασία της για τις σκάλες που καθάρισε, ωσάν ο νόμος περί καταχραστών του δημοσίου (Ν 1608/50) να είχε συνταχθεί για τις καθαρίστριες (βλέπετε σχετικά και γνωμοδότηση εισαγγελέα του ΑΠ κ Γ Σανιδά). Ότι η καθαρίστρια κάθε φορά που πληρώνονταν εξαπατούσε για μία ακόμη φορά το δημόσιο. Ότι η εργασία της ήταν άκυρη, δεν υπήρχε, δεν είχαν καθαριστεί οι σκάλες. Ότι το αδίκημα, το ίδιο αδίκημα, για αυτόν που τον αντιλήφθηκαν σε ένα μήνα ήταν πλημμέλημα, ενώ για τον άλλον υπάλληλο που το διαπίστωσαν μετά από 10 χρόνια, ήταν κακούργημα, ας μην είχε κάνει ο ένας από τους δυο υπαλλήλους τίποτε περισσότερο, επειδή, παράλογα, το έγκλημα και η βαρύτητά του, κρίνονταν όχι με βάση αυτή καθ’ εαυτή την πράξη της απάτης και της πλαστογραφίας, αλλά τους μισθούς που είχαν εισπραχθεί όχι όμως ως άμεση συνέπεια της πλαστογραφίας, αλλά της παροχής της εργασίας τους.

Η απόφαση φυλακίσεως της καθαρίστριας, έδωσε το πρόσχημα για την ολοκληρωτική κατάργηση του Νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, τον οποίο καμία κυβέρνηση δεν τολμούσε να καταργήσει επί δέκα χρόνια που διαρκούσε ο σχετικός διάλογος, αφού η διαφθορά στη χώρα μας εξακολουθεί να βαίνει αμείωτη. Η καθαρίστρια λοιπόν που κακώς καταδικάστηκε με τις διατάξεις του Ν 1608/50 – και το «ΚΑΚΩΣ» πλέον το αποφάνθηκε η ολομέλεια του ΑΠ-, έδωσε το πρόσχημα για να καταργηθεί ένας άσχετος νόμος που δεν την αφορούσε. Μετά την έκδοση της αποφάσεως της ολομελείας του ΑΠ καμία άλλη καθαρίστρια δεν κινδύνευε από το νόμο αυτό, το επιχείρημα όμως της καθαρίστριας, ήταν ένα από τα σημαντικότερα για να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι πρέπει να καταργηθεί ο νόμος που απειλούσε σοβαρές κυρώσεις για όσους ασκούν ουσιαστική διοίκηση – δεν καθαρίζουν σκάλες – και καταχρώνται χρήματα του δημοσίου.   Στις σαρωτικές μάλιστα αλλαγές του ΠΚ και του ΚΠοινΔ, που ισχύουν από 1-7-2019 προβλέφθηκε πλέον και σχετική διάταξη, εκ του περισσού κατά την άποψή μου, που τυποποιεί το συγκεκριμένο αδίκημα σε πλημμέλημα. Άρα είχε εκλείψει οριστικά ο κάθε κίνδυνος να κατηγορηθεί και καταδικασθεί κάποιος αδίκως…

Άρα; Γιατί καταργήθηκε ο Ν 1608/50; Αν καταργήθηκε για άλλους λόγους, να το συζητήσουμε, αλλά ας πάψουμε να παραλογιζόμαστε πως έγινε για την προστασία καθαριστριών και υπαλλήλων!

Δύο χρόνια λοιπόν μετά από πλήθος καταδικαστικών αποφάσεων με απόφασή της η Πλήρης Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου [ΟλΑΠ (ποιν) 3/2019] αναίρεσε την καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου της Λάρισας, με την οποία μία γυναίκα που εργαζόταν ως καθαρίστρια είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη δέκα ετών για το αδίκημα της απάτης περί την πρόσληψη (πλαστό απολυτήριο δημοτικού).

Αρχικά της υπόθεσης είχε επιληφθεί το Ζ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο με την απόφαση 466/2019 παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου με τα εξής ερωτήματα:

α. Αν, επί απάτης που τελέσθηκε με την υποβολή πλαστών πιστοποιητικών, χρόνος τέλεσης είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης και των πλαστών εγγράφων ή ο χρόνος κάθε παρασιώπησης πριν από τη μηνιαία καταβολή του μισθού, οπότε, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για απάτη κατ’ εξακολούθηση.

β. Αν υφίσταται ή όχι. η απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, ζημία του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., ενόψει της προσφερόμενης σ’ αυτό εργασίας έναντι του καταβαλλόμενου μισθού και, αν από την παροχή της εργασίας ισοσταθμίζεται πλήρως η βλάβη που υφίσταται το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. από το μισθό που καταβάλλει.

Η ολομέλεια του ΑΠ αποφάνθηκε ότι

Επί απάτης που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος, συνιστάμενες στη χωρίς υποχρέωση καταβολή ενός επιδόματος ή μισθού δεν συντρέχει περίπτωση κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης, αφού, για να υπάρξει εξακολουθούν έγκλημα, θα πρέπει να διαπράττεται κάθε φορά μια νέα αυτοτελής απάτη. Εξάλλου, όταν η εξαπάτηση είναι το αποτέλεσμα της θετικής ενέργειας της ψευδούς παράστασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεχίζεται με τη μορφή της παράλειψης άρσης της πλάνης του θύματος, ως ένα δήθεν έγκλημα μη γνήσιας παράλειψης. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη μετατροπή κάθε στιγμιαίου εγκλήματος σε διαρκές και κάθε εγκληματική ενέργεια σε σύνθετη συμπεριφορά (ενέργειας και παράλειψης), που έχει ως συνέπεια η διάπραξή της να διαρκεί για όσο χρονικό διάστημα δεν επέρχονται ακόμη τα τελικά αποτελέσματά τους. Έτσι, σε περίπτωση που η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση, την οποία επιχειρεί, προκαλείται με θετική ενέργεια, η παράλειψη άρσης αυτής της διάθεσης είναι ποινικά αδιάφορη. Δεν δημιουργείται δε υποχρέωση άρσης της ήδη επελθούσας πλάνης που οδηγεί σε διαδοχικές διαθέσεις και διαδοχικές επιζήμιες συνέπειες, που αντιστοιχούν στο συνολικό όφελος, στο οποίο απέβλεπε ο δράστης με την άπαξ επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και που εντάσσονται σε ένα και το αυτό έγκλημα απάτης, με το οποίο δεν δημιουργείται κάποιος άλλος κίνδυνος για κάποιο άλλο αγαθό, αλλά είναι το ίδιο περιουσιακό αγαθό του τρίτου με το ίδιο υλικό αντικείμενο που πλήττεται στην ίδια έκταση, δηλ. στο ίδιο ποσό, στο οποίο εξ αρχής απέβλεψε ο δράστης ως περιουσιακό όφελος. Διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση που η περιουσιακή διάθεση και η εξ αυτής βλάβη δεν επέρχεται ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της παραπλανητικής συμπεριφοράς και την εξ αυτής προκληθείσα πλάνη αλλά μεταγενέστερα, να δημιουργείται, από το χρονικό σημείο της επελθούσας πλάνης, αμέσως υποχρέωση του δράστη, λόγω προηγούμενης επικίνδυνης κατάστασης που ο ίδιος δημιούργησε, να αποτρέψει την περιουσιακή διάθεση, στην οποία όμως απέβλεπε με την αμέσως προηγηθείσα συμπεριφορά του. Συνακολούθα, επί απάτης, που συνεπάγεται περιοδικές καταβολές εκ μέρους του εξαπατηθέντος και η πλάνη του θύματος και η περιουσιακή διάθεση πραγματώθηκε με θετική ενέργεια, ήτοι με την άπαξ θετική απατηλή συμπεριφορά της παράστασης ψευδούς γεγονότος, ως αληθινού, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι συνεχίζεται με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου της παρασιώπησης ήτοι της παράλειψης ανακοίνωσης του αληθινού γεγονότος και με τη δημιουργία έτσι νέα πλάνης, κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του, που όμως αυτή έχει ήδη επέλθει με την αρχική επιδειχθείσα απατηλή συμπεριφορά του, και να αποτελεί έτσι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, αν δεν διαπράττεται κάθε φορά νέα αυτοτελής απάτη, με την πρόκληση νέας και διαφορετικής βλάβης στην περιουσία του παθόντος.

Ειδικότερα:

α. Ως προς το αν πρόκειται για απάτη κατ’ εξακολούθηση, η απόφαση της Ολομέλειας αναφέρει:

«Με αυτά, όμως που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας ως προς την τέλεση της απάτης κατ’ εξακολούθηση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον, αφού δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε από την αναιρεσείουσα αρχικά με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ήτοι με την υποβολή στα αρμόδια όργανα του ΝΠΔΔ, στις 13.5.1996, του επίδικου πλαστού τίτλου σπουδών, οπότε και αυτά παραπλανήθηκαν και εξαπατήθηκαν και, έγινε η πρόσληψη αυτής στη θέση καθαρίστριας, η πράξη της απάτης τελέστηκε με την άπαξ ως άνω προκληθείσα πλάνη με θετική ενέργεια.

Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί, όπως ακολούθως έγινε δεκτό, και καταδικάστηκε, ότι η πράξη αυτή της απάτης συνεχίστηκε και τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, που τέλεσε η αναιρεσείουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.1996 έως 31.7.2015, με παρασιώπηση της αλήθειας, ήτοι με παράλειψη ανακοίνωσης, κάθε μήνα που εισέπραττε το μισθό της, περί της πλαστότητας του τίτλου και έλλειψης του απαιτούμενου τυπικού προσόντος, δηλαδή με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου, διότι υπό τα ανωτέρω περιστατικά, δεν θεμελιώνονται αυτοτελείς απάτες, χωρίς την πρόκληση κάθε φορά νέας χωριστής πλάνης προκληθείσας από νέα χωριστή απατηλή συμπεριφορά και την πρόκληση νέας διαφορετικής βλάβης.

Επομένως, είναι βάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ πρώτος λόγος της κρινόμενης από 19.11.2018 αίτησης αναίρεσης, καθώς και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού τελευταίος λόγος της από 15.1.2019 συμπληρωματικής αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων, που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια ως άνω, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί».

β. Ως προς το ζήτημα της ισοστάθμισης της βλάβης από την παροχή εργασίας, η απόφαση της Ολομέλειας αναφέρει:

«Στην προκείμενη περίπτωση, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, και προαναφέρθηκαν, ως προς τη βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος ΝΠΔΔ, παραβίασε εκ πλαγίου την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη.

Ειδικότερα, ενώ δέχεται την παροχή εργασίας από την αναιρεσείουσα καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο εξαπατηθέν ΝΠΔΔ, ως καθαρίστριας, ακολούθως δέχεται ότι η ζημιά του εξαπατηθέντος, ανερχόμενη, κατά τις παραδοχές της, στο ύψος των μικτών μισθών που καταβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να ισοσταθμισθεί λόγω του μη σύννομου της εργασίας της, χωρίς όμως να διευκρινίζει και υπάρχει ασάφεια, ως προς το εάν το πρώτο (ΝΠΔΔ) απέβλεψε σε ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα της αναιρεσείουσας, με βάση το τυπικό προσόν του απολυτηρίου δημοτικού, που έθεσε ως τυπική προϋπόθεση, ούτε εάν το πλαστό πτυχίο (απολυτήριο δημοτικού) παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ούτε εάν η παροχή εργασίας ενόψει της φύσης της απαιτούσε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ώστε μόνο στις παραπάνω περιπτώσεις η ζημιά του εξαπατηθέντος Ν.Π.ΔΔ, να μη μπορεί να ισοσταθμισθεί με την παροχή εργασίας.

Έτσι, όμως κατά τα ως άνω καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης.

Επομένως, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, είναι βάσιμοι, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε τρίτος λόγος της κρινόμενης από 19.11.2018 αίτησης αναίρεσης, καθώς και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού πρώτος λόγος της από 15-1-2019 συμπληρωματικής αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή (εκ πλαγίου παραβίαση) της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι δεν επήλθε περιουσιακή βλάβη λόγω του ότι η ζημιά ισοσταθμίστηκε από την παροχή εργασίας, που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια ως άνω, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί.»

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο δεύτερο σκέλος της απόφασης υπήρξε μειοψηφία 12 Αρεοπαγιτών, οι οποίοι υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η παροχή (μη νόμιμης αλλά) παράνομης εργασίας με βάση μία πρόσληψη, που επιτεύχθηκε κατόπιν απάτης, δεν συνιστά εργασία στην οποία το Δημόσιο απέβλεπε, έτσι ώστε η παροχή της παράνομης εργασίας να μη μπορεί να θεωρηθεί «ισάξιο περιουσιακό αντιστάθμισμα».

Δυστυχώς, η κατηγορούμενη την οποία εκπροσωπούσα και για την υπόθεση της οποίας, είχε βρει την αφορμή να συντάξω το σχετικό κείμενο, ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΗΚΕ. Η απόφασή της έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη και η ήδη μεταγενέστερη απόφαση της Ολ του ΑΠ δεν μπορεί να την ευνοήσει σε τίποτε! Έλαβε εκ των υστέρων την ηθική ικανοποίηση ότι είχε δίκιο. Και την πικρία, ότι παρότι απολύθηκε – που καλώς απολύθηκε, δεν εκτονώθηκε με την απόλυσή της η απαίτηση της κοινωνίας, αλλά καταδικάσθηκε κιόλας με πολυετή φυλάκιση με μία εσφαλμένη απόφαση, για ένα αδίκημα που το ανώτατο δικαστήριο της χώρας έκρινε πως δεν ήταν αξιόποινο όταν δικάσθηκε!

Η ιστορία αυτή θα μπορούσε να ειπωθεί με λιγότερα λόγια ως εξής: «Κάποια μέρα ξύπνησε η ελληνική διοίκηση και ανακάλυψε ότι υπάρχουν πλαστογραφημένα πτυχία! Πανικόβλητη και έκπληκτη που δεν είχε ερευνήσει επί 20 χρόνια τι συνέβαινε και επειδή δεν έφταιγε η ίδια, απαίτησε την αποκατάσταση της τάξης από τη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη καταδίκασε αρχικά την καθαρίστρια με κάθειρξη, όχι διότι προσελήφθη παράνομα, αλλά διότι καταχράστηκε χρήματα του Ελληνικού δημοσίου (;) Η καθαρίστρια ισχυρίσθηκε ότι δεν καταχράστηκε χρήματα γιατί κάθε  πρωί τις καθάριζε τις σκάλες του δικαστηρίου, εργάζονταν. Η δικαιοσύνη το ξανασκέφθηκε και πειθόμενη, βλέποντας την καθαρίστρια στη φυλακή και τους καταχραστές απ’ έξω, προβληματίστηκε. Αντιλήφθηκε ότι κακώς την καταδίκασε καθώς πράγματι, η καθαρίστρια είχε διαπράξει απλά μία παρανομία –για την οποία έπρεπε μεν να απολυθεί. Όχι όμως και να καταλήξει στη φυλακή όπως ο Τσοχατζόπουλος που καταδικάστηκε με τον ίδιο νόμο, αφού η ίδια, χρήματα δεν καταχράστηκε. Έτσι την απάλλαξε. Εν τω μεταξύ όμως η πολιτεία, είπε, πως «αντιλαμβανόμενη το σφάλμα της», κατήργησε το νόμο περί καταχραστών του δημοσίου. Η κατάργηση όμως αυτή δεν ωφέλησε την καθαρίστρια, αφού ούτως η άλλως η δικαιοσύνη αποφάνθηκε, ότι δεν υπήρχε αδίκημα.

Τελικά ποιον ωφέλησε η κατάργηση του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου; Και υπέρ ποιου καταργήθηκε τελικά;

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s