ΜΗΝΥΣΗ ΚΑΤΑ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΥ ΑΛΙΕΑ ΓΙΑ ΔΗΘΕΝ ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥ – ΟΜΟΦΩΝΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.

Άρθρ. 259, 325 ΠΚ, Μ – 2131.2/02/18-9-2000 παρ 4.2 περ ε Μόνιμη διαταγή του ΥΕΝ, 2141.3-16/17100/26-2-2016 διαταγή ΥΕΝ

Αριθμός φακ γραφείου μας 3985

Οι αξιωματικοί του Λιμενικού Σώματος, εκτελώντας υπηρεσία πληρώματος πλωτού σκάφους (στα πλαίσια της οποίας όφειλαν να πραγματοποιήσουν αλιευτικούς ελέγχους – επιθεωρήσεις στον κόλπο του Αμβρακικού, στους οποίους περιλαμβάνονταν και ο έλεγχος αλιευμάτων – μέτρηση ή ζύγιση) έλεγξαν αλιέα, ο οποίος διαπιστώθηκε να είχε ληγμένα σωστικά εφόδια και να είχε αλιεύσει ποσότητα κεφαλόποδων (του είδους σουπιάς) μεγαλύτερη της προβλεπόμενης. Λόγω αιφνίδιας βλάβης της ζυγιστικής μηχανής που έφερε το σκάφος, και παρότι η ποσότητα των αλιευμάτων ήταν προφανώς μεγαλύτερη, αναζητήθηκε στο λιμένα Κορωνησίας άλλη ζυγιστική μηχανή, η οποία και κατέδειξε τελικά πως το βάρος του αλιεύματος ήταν το διπλάσιο του προβλεπομένου.

Ο αλιέας βρίσκοντας ως πρόσχημα τη βλάβη της ζυγιστικής μηχανής, αμφισβήτησε τη ζύγιση. Στην ουσία, δεν επιθυμούσε νέα ζύγιση, αλλά να εκμεταλλευτεί την βλάβη και να αποφύγει τη βεβαίωση της παράβασης. Ενημερώθηκε ο προϊστάμενος της υπηρεσίας και έδωσε διαταγή κατάπλου τους σκάφους στο λιμάνι Πρέβεζας για νέα ζύγιση από τη ζυγαριά το λιμεναρχείου. Ο αλιέας φυσικά και αποδέχθηκε την επιβίβασή του στο σκάφος προκειμένου να γίνει η νέα ζύγιση που ο ίδιος προσχηματικά ζητούσε. Η νέα ζύγιση έδειξε ότι και η προηγούμενη. Βεβαιώθηκε παράβαση και ο αλιέας, αφού αρνήθηκε να τον μεταφέρει το πλήρωμα του σκάφους στην Κορωνησία, αποχώρησε μόνος του.

Αρκετές ημέρες μετά, ο παραβάτης – αλιέας, ο οποίος όπως διαπιστώθηκε ήταν και υπότροπος για την ίδια ακριβώς παράβαση πριν 3 χρόνια, κατέθεσε έγγραφη καταγγελία, στην οποία υποστήριζε ότι οι αξιωματικοί του λιμενικού υπέπεσαν σε παράβαση καθήκοντος διότι δήθεν κατά την καταμέτρηση δεν είχαν αφαιρέσει τη ποσότητα του νερού μέσα στο οποίο βρίσκονταν το αλίευμα και ταυτόχρονα τον κατακράτησαν παράνομα και παρά τη θέλησή του.

Η διάπραξη ποινικού αδικήματος διαφέρει από αυτή της διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος, αφού για τη στοιχειοθέτηση της, δεν αρκεί απλά η λάθος εφαρμογή μιας τυπικής διαδικασίας από τον υπάλληλο, αλλά απαιτείται να προϋπάρχει συγκεκριμένη ποινική διάταξη η οποία να παραβιάστηκε. Ένα λάθος κατά την διάπραξη του υπαλληλικού καθήκοντος – εάν έχει συμβεί, δεν σημαίνει υποχρεωτικά και ποινικό αδίκημα.

Για την τέλεση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος, απαιτείται η επιδίωξη παράνομου περιουσιακού οφέλους για τον ίδιο τον παραβάτη ή τρίτο. Πως μπορεί να στοιχειοθετηθεί τέτοια επιδίωξη των αξιωματικών του λιμενικού σώματος, όταν δεν επιβάλουν κανένα πρόστιμο – βεβαιώνουν μόνο την παράβαση, δεν υπάρχει τρίτος τον οποίο να επιδιώκουν να ωφελήσουν παράνομα, δεν υπήρχε αντικειμενικά κανένας τρόπος προσωπικής ωφέλειας;

Για την τέλεση της παράνομης κατακράτησης, πέραν του γεγονότος ότι η μεταφορά του αλιέα στο λιμάνι της Πρέβεζας έγινε κατόπιν αμφισβήτησης και απαίτησής του για νέα ζύγιση, όπως προέκυψε από το βιβλίο του σκάφους, όλη η διαδικασία από τον απόπλου του σκάφους μέχρι και τη βεβαίωση της παράβασης, διήρκησε μόνο 20 λεπτά. Παράνομη είναι η κατακράτηση όταν κάποιος στερεί σε κάποιον άλλο την ελευθερία της κίνησης, κατά τρόπο απόλυτο και παράνομο. Πέραν του ότι ο έλεγχος τόσο στη θάλασσα όσο και στο λιμάνι ήταν σε ανοιχτούς χώρους, ο δε αλιέας ούτε προσήχθη, ούτε συνελήφθη, ούτε κανείς του απαγόρευσε την κίνηση, ήταν δεδομένο ότι ελέγχονταν και ήταν υποχρεωμένος να υποβληθεί στον έλεγχο. Αλλιώς θα ελέγχονταν μόνο όποιος επιθυμούσε.

Πριν φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, είχε προηγηθεί ΕΔΕ, η οποία όχι μόνο απάλλαξε τους δύο αξιωματικούς, αλλά επιπλέον, με τόνο δηκτικότητας, ανέφερε ότι ο καταγγέλλων ενεργούσε με πρόθεση συκοφαντίας.

Οι δύο αξιωματικοί, έχουν στο παρελθόν λάβει ευαρέσκειες και εύφημες μνείες, λόγω της επίδειξης υψηλής αίσθησης καθήκοντος και εργατικότητας.

Ενώπιον του ναυτοδικείου Ιωαννίνων, εμφανίστηκαν δύο ψευδομάρτυρες, εκ των οποίων:

– ο ένας – που λόγω συγγένειας είχε προφανή κίνητρα να ψευδομαρτυρήσει, αλλά τελικά, κατά λάθος, ομολόγησε ότι ο καταγγέλλων αλιέας, δεν είχε παρανομήσει μόνο μία φορά, αλλά το επαναλάμβανε τουλάχιστον μία φορά το μήνα,

– η δε δεύτερη, δήλωσε κατά την προδικασία φίλη του αλιέα και ενώπιον του δικαστηρίου, άγνωστη προς αυτόν. Η «άγνωστη» μάρτυρας, ήταν τόσο άγνωστη, που διέκοψε δύο φορές τη συνεδρίαση θορυβώντας από «αγανάκτηση».

Ο αλιέας, ακόμη και ενώπιον του δικαστηρίου, επί 3 ώρες, παρότι επικαλούνταν σοβαρά προβλήματα υγείας, με ιδιαίτερη ένταση και υπό την παρουσία πολιτικής αγωγής που διόρισε, επιδίωξε με κάθε μέσον την καταδίκη των αξιωματικών που τόλμησαν να τον ελέγξουν. Δεν δίστασε να ψευδομαρτυρήσει για μία ακόμη φορά και να ισχυρισθεί ευφάνταστα, ότι και στις καταγγελίες που είχε καταθέσει, με σημαντικές όμως αντιφάσεις που επισημάνθηκαν από το δικαστήριο, με ανεστραμμένους και παραποιημένους τους χρόνους, τη σειρά των γεγονότων, τις προηγούμενες παραβάσεις του. Με αναλγησία και ως σταθερός πολέμιος και αντίπαλος της έννομης τάξης, δεν δίστασε να διακινδυνέψει την τιμή και τη ζωή των αξιωματικών του λιμενικού σώματος και των οικογενειών τους, με ταπεινά και ιδιοτελή ελατήρια, ώστε να τους αποτρέψει από μεταγενέστερους εις βάρος του ελέγχους και προκειμένου να τους εκδικηθεί. Με λίγα λόγια ενήργησε με αλητεία, όπως και όσοι του παρείχαν την αναγκαία συνδρομή.

Ποια είναι η ιδιαιτερότητα της παρούσας υπόθεσης:

Υπό το υπάρχον νομικό καθεστώς και όσο η προϋπόθεση του παράνομου περιουσιακού οφέλους, αποτελεί προϋπόθεση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταδικαστεί κάποιος υπάλληλος. Η πρόθεση του νομοθέτη είναι, για κάθε παράβαση του υπαλληλικού κώδικα όπου δεν διαπιστώνεται διάθεση παράνομου οφέλους, παρά μόνο τυπική παράβαση, ο έλεγχος να περιορίζεται στα πειθαρχικά όρια. Έτσι, πάρα πολλές φορές υπάρχουν περιπτώσεις σοβαρής παράβασης υπηρεσιακού καθήκοντος, που μη δυνάμενες να τυποποιηθούν ποινικά διαφορετικά, συναθροίζονται κάτω από το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, χωρίς καταδίκη του υπαιτίου, αφού αποδεικνύεται μεν κακοδιοίκηση, δεν αποδεικνύεται δε η επιδίωξη περιουσιακού οφέλους.

Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση, που αποτελεί τον ορισμό της κακοήθειας και της απανθρωπιάς, εδώ που οι κατηγορούμενοι τελικά ΑΠΑΛΛΑΧΘΗΚΑΝ ΠΑΜΨΗΦΕΙ από το Ναυτοδικείο Ιωαννίνων, ο λόγος της απαλλαγής της, δεν αφορά την ανωτέρω ουσιαστική προϋπόθεση. Εδώ οι κατηγορούμενοι δεν απαλλάχθηκαν με την αιτιολογία ότι παρανόμησαν μεν αλλά δεν ωφελήθηκαν ή δεν ωφέλησαν κάποιον άλλον παράνομα δε.

Απαλλάχθηκαν, διότι το δικαστήριο δέχθηκε ομόφωνα ότι δεν τέλεσαν, άδικη πράξη!

Εδώ λοιπόν καλείται το δικαστήριο και η πολιτεία, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα, πρωτίστως, προστατεύουν το κοινωνικό σύνολο στο σύνολό του και όχι ατομικά συμφέροντα. Όταν λοιπόν κατηγορείται ένας αξιωματικός του Λιμενικού, της αστυνομίας, του στρατού κλπ, ένας άνθρωπος του καθήκοντος που έχει ταχθεί για να προστατεύει το κοινωνικό σύνολο για πράξη που μπορεί να τον στείλει στο σπίτι του και στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι δεν έχει κάνει το παραμικρό, τότε είναι επιβεβλημένη η παραπομπή του συκοφάντη, του ψεύτη, του αλήτη, ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΑ σε νέα δίκη. Για να αισθανθεί ότι οι πράξεις έχουν συνέπειες. Για να βρεθεί στη θέση, που βρέθηκε λίγο πριν ο άνθρωπος του καθήκοντος, που τόλμησε να κάνει τη δουλειά του.

Δυστυχώς όμως, η υπεράσπιση των ανθρώπων αυτών, μέχρι τώρα, εναποτίθεται στις δικές τους πλάτες. Πρέπει μόνοι τους και με έξοδά τους να αναζητήσουν τη βέλτιστη νομική συμπαράσταση για υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στον πειθαρχικό αλλά και στον ποινικό έλεγχο. Σπάνια δε, επιτρέπεται στον αδίκως διωκόμενο υπάλληλο, για τον οποίο προηγούμενα έχει γίνει ΕΔΕ που τον έχει απαλλάξει, να παρασταθεί με το δικηγόρο της οργανικής μονάδος στην οποία υπάγεται. Δηλαδή με δικηγόρο του δημοσίου, που δεν έχει επιλέξει και που πιθανόν να μην ασχολείται καν με ποινικές δίκες.

Για πρώτη λοιπόν φορά, μια νέα διάταξη για τη νομική υποστήριξη υπαλλήλων του δημοσίου τομέα, περιλαμβάνεται στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών που τέθηκε αυτές τις ημέρες (Νοέμβριος 2019) σε δημόσια διαβούλευση.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 19 ρυθμίζεται οριζοντίως για όλους τους μόνιμους και αορίστου χρόνου υπαλλήλους των Υπουργείων και Αποκεντρωμένων Διοικήσεων που υπηρετούν στους φορείς τους, η νομική υποστήριξη ενώπιον των Δικαστηρίων ή των Δικαστικών Αρχών, σε περίπτωση διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ή άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος τους για αδικήματα που τους αποδίδεται ότι διέπραξαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους.

Αναλυτικά η προτεινόμενη διάταξη ορίζει:

Νομική υποστήριξη υπαλλήλων δημοσίου τομέα

  1. Τα Υπουργεία και οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις του Κράτους υποχρεούνται να παρέχουν νομική υποστήριξη στους μόνιμους και αορίστου χρόνου υπαλλήλους που υπηρετούν στους φορείς τους, ενώπιον των Δικαστηρίων ή των Δικαστικών Αρχών, σε περίπτωση διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ή άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος τους για αδικήματα που τους αποδίδεται ότι διέπραξαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Η ανωτέρω νομική υποστήριξη δεν παρέχεται σε περίπτωση ποινικής δίωξης αυτών ύστερα από καταγγελία εκ μέρους της Υπηρεσίας. H νομική υποστήριξη αφορά, είτε τη νομική εκπροσώπηση των υπαλλήλων από πληρεξούσιο δικηγόρο που συμβάλλεται για τον ανωτέρω σκοπό με το οικείο Υπουργείο ή την οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση, ανά υπόθεση, είτε την κάλυψη των εξόδων εκπροσώπησης των ανωτέρω υπαλλήλων διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου της επιλογής του υπαλλήλου.
  2. Στις ανωτέρω περιπτώσεις τα έξοδα βαρύνουν τον προϋπολογισμό του οικείου φορέα. Η καταβολή των ανωτέρω δαπανών γίνεται, εφόσον προσκομισθούν τα νόμιμα παραστατικά. Το αιτούμενο ποσό δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ποσού αναφοράς κάθε διαδικαστικής πράξης ή παρεχόμενης υπηρεσίας, όπως προσδιορίζεται στους πίνακες αμοιβών του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4194/2013 (Α’ 208) Κώδικα Δικηγόρων, όπως εκάστοτε ισχύουν.
  3. Η νομική υποστήριξη των ανωτέρω υπαλλήλων συντελείται μετά από αίτηση του υπαλλήλου στην αρμόδια Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού, θετική εισήγηση της τελευταίας και απόφαση του αρμόδιου Γενικού Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει θετική εισήγηση, τα ως άνω έξοδα καταβάλλονται εκ των υστέρων, εφόσον για τις ποινικές υποθέσεις εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, με την οποία τα ως άνω πρόσωπα κηρύσσονται αθώα ή απαλλάσσονται των κατηγοριών ή τελεσίδικο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου με το οποίο παύει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον τους ή τίθεται η υπόθεση στο αρχείο.»

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ

ΑΡ ΑΡΧΕΙΟΥ 3985

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ 29-11-2019

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s