ΑΚΙΝΗΤΑ – ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ – ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ – ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ – ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΔΗΛΩΣΗ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ
Εκκρεμής υπόθεση του γραφείου μας.
Άρθρα 72, 478, 949 ΚΠολΔ, 189, 288, 795 ΑΚ.
– Καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως. Προϋπόθεση είναι αφενός μεν η ιδιότητα του ενάγοντος ως φορέα της αξίωσης να δεχθεί τη δήλωση αυτή και αφετέρου η ιδιότητα του εναγομένου ως οφειλέτη της.
– Η αγωγή καταδίκης σε δήλωση βούλησης μπορεί να ασκηθεί και πλαγιαστικά. Όταν η οφειλόμενη δήλωση βούλησης είναι απευθυντέα προς τον οφειλέτη του ενάγοντος, η κατά το άρθρο 189 ΑΚ αποδοχή της πρέπει να προέλθει από αυτόν. Αν ο οφειλέτης αρνείται να αποδεχθεί τη δήλωση του τρίτου, μπορεί να εξαναγκασθεί σε όμοια δήλωση αποδοχής με αγωγή από το άρθρο 949 ΚΠολΔ. Για να συμβεί όμως τούτο, θα πρέπει ο ενάγων να έχει ίδια και αυτοτελή αξίωση κατά του εναγομένου να αποδεχθεί τη δήλωση του τρίτου, η οποία, ελλείψει συμβατικής σχέσης, ιδρύεται όταν, κατά την απορρέουσα από το άρθρο 288 ΑΚ, αρχή της καλής πίστης, ο οφειλέτης υποχρεούται έναντι του δανειστού να συμπράξει στην κατάρτιση δικαιοπραξίας με τον τρίτο.
– Σε περίπτωση συγκυριότητας, κάθε συγκύριος έχει αξίωση να ζητήσει και συγχρόνως υποχρέωση να συμπράξει στη διανομή του κοινού πράγματος, αν δε αρνηθεί, η διανομή μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο. Οι κοινωνοί είναι αμοιβαίως δανειστές και οφειλέτες ως προς την αξίωση για λύση της κοινωνίας. Τέτοιος δεσμός όμως δεν γεννάται μεταξύ μιας μερίδας εκ των κοινωνών αφενός και εκείνων οι οποίοι, βάσει προσυμφώνου, έχουν αποκτήσει αξίωση εισόδου στην κοινωνία. Οι τελευταίοι ούτε νομιμοποιούνται να συμπράξουν στη λύση της, αφού δεν είναι ακόμη κοινωνοί, ούτε υποχρεούνται να καταστούν κοινωνοί, ώστε να νομιμοποιηθεί κατ’ αυτών το αίτημα διανομής, αφού η είσοδος τους στην κοινωνία συνιστά άσκηση δικαιώματος και όχι εκτέλεση υποχρέωσης, η οποία θα μπορούσε να εκβιασθεί με αγωγή.
…Κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, «όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η απόφαση γίνει τελεσίδικη. Αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η δήλωση βούλησης θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε υπερημερία αποδοχής της». Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται ειδικός τρόπος αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία επέρχεται κατά πλάσμα του νόμου από την τελεσιδικία της απόφασης που καταδικάζει σε δήλωση βούλησης τον οφειλέτη. Προϋπόθεση είναι αφενός μεν η ιδιότητα του ενάγοντος ως φορέα της αξίωσης να δεχθεί τη δήλωση αυτή και αφετέρου η ιδιότητα του εναγομένου ως οφειλέτη της. Η υποχρέωση του εναγομένου να δηλώσει τη βούλησή του προς τον ενάγοντα πρέπει να απορρέει είτε από δικαιοπραξία, την οποία ο νόμος εξοπλίζει με δεσμευτικότητα, είτε απευθείας από το νόμο.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 72 ΚΠολΔ, η αγωγή καταδίκης σε δήλωση βούλησης μπορεί να ασκηθεί και πλαγιαστικά. Έτσι, αν αδρανεί εκείνος προς τον οποίο είναι απευθυντέα η δήλωση βούλησης, ο δανειστής του μπορεί να ζητήσει δικαστική προστασία, ασκώντας τα δικαιώματα αυτού. Μπορεί, δηλαδή, να ζητήσει την καταδίκη του εναγομένου σε δήλωση βούλησης, αποδέκτης της οποίας είναι, όχι ο ενάγων, αλλά ο οφειλέτης του. Περαιτέρω, όταν η οφειλόμενη δήλωση βούλησης είναι απευθυντέα προς τον οφειλέτη του ενάγοντος, η κατά το άρθρο 189 ΑΚ αποδοχή της πρέπει να προέλθει από αυτόν. Αν ο οφειλέτης αρνείται να αποδεχθεί τη δήλωση του τρίτου, μπορεί να εξαναγκασθεί σε όμοια δήλωση αποδοχής με αγωγή από το άρθρο 949 ΚΠολΔ. Για να συμβεί όμως τούτο, θα πρέπει ο ενάγων να έχει ίδια και αυτοτελή αξίωση κατά του εναγομένου να αποδεχθεί τη δήλωση του τρίτου, η οποία, ελλείψει συμβατικής σχέσης, ιδρύεται όταν, κατά την απορρέουσα από το άρθρο 288 ΑΚ, αρχή της καλής πίστης, ο οφειλέτης υποχρεούται έναντι του δανειστού να συμπράξει στην κατάρτιση δικαιοπραξίας με τον τρίτο.
Τέλος, σε περίπτωση συγκυριότητας, κάθε συγκύριος έχει αξίωση να ζητήσει και συγχρόνως υποχρέωση να συμπράξει στη διανομή του κοινού πράγματος, αν δε αρνηθεί, η διανομή μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, οι κοινωνοί είναι αμοιβαίως δανειστές και οφειλέτες ως προς την αξίωση για λύση της κοινωνίας. Τέτοιος δεσμός όμως δεν γεννάται μεταξύ μιας μερίδας εκ των κοινωνών αφενός και εκείνων οι οποίοι, βάσει προσυμφώνου, έχουν αποκτήσει αξίωση εισόδου στην κοινωνία. Οι τελευταίοι ούτε νομιμοποιούνται να συμπράξουν στη λύση της, αφού δεν είναι ακόμη κοινωνοί, ούτε υποχρεούνται να καταστούν κοινωνοί, ώστε να νομιμοποιηθεί κατ’ αυτών το αίτημα διανομής, αφού η είσοδος τους στην κοινωνία συνιστά άσκηση δικαιώματος και όχι εκτέλεση υποχρέωσης, η οποία θα μπορούσε να εκβιασθεί με αγωγή.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ 9-1-2015