Ιατρικό Νομικό Συνέδριο
Νάξος – Ιούλιος 2015
Το διάστημα μεταξύ 10 και 11 Ιουλίου έλαβε χώρα στη Νάξο Ιατρικό – Νομικό Συνέδριο με θέμα το Ιατρικό Δίκαιο στην Πράξη.
Η σύντομη τοποθέτησή μου είχε ως εξής:
«Κύριοι σύνεδροι.
Εάν κλειδώσουμε σε μία αίθουσα έναν γιατρό, ένα δικηγόρο και ένα δικαστή, είναι πολύ πιθανόν να προβούν σε παράλληλους μονόλογους, τελώντας σε πλήρη αδυναμία συνεννόησης, αφού δεν θα μπορούν ούτε να πείσουν ούτε να πεισθούν. Οι νομικές έννοιες είναι πολλές φορές ακατανόητες στους ιατρούς, όπως και οι ιατρικές για τους νομικούς.
Το δύσκολο έργο και το κενό μεταξύ των ιατρικών και νομικών ζητημάτων, καλούνται να επιλύσουν οι νεοσύστατες επιστήμες της ιατροδικαστικής, ψυχιατροδικαστικής, βιοηθικής κλπ, επιδιώκοντας να συγκεράσουν και συγκεντρώσουν στο ίδιο πρόσωπο, γνώσεις και από τις δύο αυτές επιστήμες. Πράγμα ωστόσο ιδιαίτερα δύσκολο αφού η κατοχή μόνο της μίας εκ των επιστημών αυτών, είναι έργο σχεδόν ακατόρθωτο για το σύγχρονο επιστήμονα. Πόσο μάλλον και των δύο.
Ακόμη όμως και η συγκέντρωση της γνώσης να επιτευχθεί, θα βρεθούμε μπροστά στο ερώτημα του Γκάντι : ποια η αξία της επιστήμης αν αποχωριστεί από την αρετή; Ποιο είναι το νόημα να κατέχει κάποιος την απόλυτη γνώση και των δύο επιστημών, και άρα να εμφανίζεται ως αυθεντία, όταν προτίθεται να χρησιμοποιήσει τη γνώση αυτή, όχι προς όφελος της κοινωνίας αλλά του εαυτού του. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, η γνώση αυτή, χωρίς αρετή μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα επικίνδυνη αφού, θα είναι σχεδόν αδύνατη ανταπόδειξη απέναντι στην κρίση του ειδικού.


Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα πως γίνεται η χρήση των ειδικών αυτών γνώσεων των δύο επιστημών από τον κάτοχο αυτών, όταν αυτές παρατίθενται μπροστά στο δικαστή, που πρέπει να τις αποδεχθεί, αξιολογήσει και με βάση αυτές να εκδώσει δίκαιη απόφαση;
Στο ερώτημα αυτό οι ιατροί, παλαιότερα είχαν ως κανόνα την επωδό: Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να πεθάνει. Ο γιατρός δεν είναι υποχρεωμένος να σώζει τον κάθε ασθενή. Το επιχειρεί και εάν το καταφέρει είναι ο θεός. Αλλιώς, δεν φταίει. Ο γιατρός ότι ήταν να κάνει το έκανε. Ας βάλει το χέρι του και ο ίδιος ο θεός…
Ενώ οι Δικηγόροι: Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να εμφανίσει και μεγιστοποιήσει την αλήθεια ή το ποσοστό αυτής, του εντολέα του. Από εκεί και πέρα, ας βάλει το χέρι του και ο Δικαστής…
Βεβαίως με την εξέλιξη της επιστήμης αυτές οι απλουστεύσεις τείνουν να εξαλείφονται.
Παρόλα αυτά, όταν η αρετή δεν συναντάται με την επιστήμη, η τελευταία γίνεται τεράστιο φονικό όπλο κατά του αδυνάτου και αυτού που δεν έχει τη δυνατότητα της τέλειας υπεράσπισης δικαστικά και ιατροδικαστικά.
Σε κάθε περίπτωση ιατρικού σφάλματος, κινείται ταυτόχρονα και παράλληλα και η πειθαρχική διαδικασία στα πλαίσια ΕΔΕ κατά του ιατρού. Για τους δικηγόρους σπανιότερα αφού το θύμα … επιζεί. Μία καλή αρχή λοιπόν για την εφαρμογή και εμπέδωση της αρετής θα ήταν η σωστή λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων και επιτροπών ιατρών και δικηγόρων, ούτως ώστε να αποδίδεται δικαιοσύνη κάθε φορά που κατηγορούμαστε για τη μη σωστή άσκηση του λειτουργήματός μας. Πόσες φορές όμως βλέπουμε καταδικαστικές αποφάσεις από τα πειθαρχικά συνδικαλιστικά μας όργανα; Ελάχιστες. Στα πλαίσια του στατιστικού λάθους. Και συνήθως όταν δεν μπορεί να υπάρχει άλλη οδός ή εμφιλοχωρεί εμπάθεια των κριτών απέναντι στους κρινόμενους. Ποια ισχύ έχουν λοιπόν τα πορίσματα και οι εκθέσεις των επιτροπών αυτών «των σοφών» απέναντι στο Δικαστή, που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι είναι μεροληπτικές; Αν μάλιστα σκεφθεί κανείς την πρόβλεψη του άρθρ. 45 ΚΠοινΔ, όπου ρητά ορίζει ότι παρέλκει η προανάκριση όταν έχει προηγηθεί ΕΔΕ, τότε γίνεται αντιληπτή η κρισιμότητα και η ανάγκη δίκαιης διοικητικής εξέτασης του κρινόμενου ζητήματος και του κατηγορουμένου γιατρού ή δικηγόρου.
Δυστυχώς όμως, ακόμη, σήμερα που όλοι ζητούμε αλλαγές, κανείς μας δεν επιθυμεί να αλλάξει προσωπικά. Είναι πολύ εύκολο να βρεις ιατροδικαστή για να υπερασπίσει τη θέση ενός ιατρού στην περίπτωση ιατρικού σφάλματος, αναφέροντας ανακρίβειες και ψέματα που δεν μπορούν να ελεγχθούν και διασταυρωθούν από το δικαστή που δεν έχει τις ειδικές γνώσεις.
Αυτόν τον τομέα λοιπόν καλείται να καλύψει η ιατροδικαστική. Με ακέραιη συνείδηση, με σεβασμό στον Ιπποκράτειο όρκο αλλά και στο καθήκον αληθείας, με σεβασμό στον άνθρωπο.
Η τυπικότητα είναι πάντα υπέρ του αδύνατου. Αν πασιφανώς οι απαλλακτικές ΕΔΕ, αποφάσεις πειθαρχικών επιτροπών και κρίσεις ιατρών – πραγματογνωμόνων – ιατροδικαστών ήταν αδέκαστες και ακέραιες, θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου να γίνονται αποδεκτές από τα δικαστήρια προς χάρη του κοινωνικού συνόλου. Εκεί νομίζω ότι πρέπει να εστιάσουμε και εκεί οφείλουμε να συνεπικουρήσουμε εμείς οι δικηγόροι. Και έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.»
Νάξος 10 Ιουλίου 2015
Απόστολος Αν Τάσσης
Δικηγόρος